- ἀναδενδράδες
- ἀναδενδράςvine that grows up treesfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
ορινίαι — ὀρινίαι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. ὀριν τού ὀρίνω «εγείρω, σηκώνω»] … Dictionary of Greek
πεταιτά — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετέωρα, ἀμπελουργία, ὡς αἱ ἀναδενδράδες» … Dictionary of Greek